- σεμνηγορώ
- -έω, Α1. αγορεύω επίσημα, με σοβαρότητα2. μιλώ, αγορεύω για ένα σοβαρό θέμα («σεμνηγορεῑν περὶ τῆς χώρας», Φίλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < σεμνῶς + -ηγορῶ (< -ήγορος < ἀγορεύω), πρβλ. δημ-ηγορῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σεμνηγορία — ἡ, Α [σεμνηγορῶ] σεμνή, σοβαρή αγόρευση … Dictionary of Greek